Η άρση του ÇCasus belliÈ ¹ροϋ¹όθεση για το άνοιγμα του κεφαλαίου εξωτερικών σχέσεων στις ενταξιακές δια¹ραγματεύσεις της Τουρκίας με την ΕΕ

 

(Τρεις ε¹ιστολές του Ραφαήλ Πα¹αδό¹ουλου, ομότιμου καθηγητή Θερμοδυναμικής, ¹ρος τις εφημερίδες ÇΒήμαÈ,  ÇΚαθημερινήÈ και  ÇΕλευθεροτυ¹ίαÈ)

 

Ε¹ιστολή ¹ου δημοσιεύτηκε στο ÇΒήμαÈ στις 20.8.09

 

Για ¹ολλά χρόνια η ελληνική αντίδραση στις κλιμακούμενες τουρκικές ¹ροκλήσεις και διεκδικήσεις εκυριαρχείτο α¹ό ενορχηστρωμένες ¹ροσδοκίες ¹ερί Çεξευρω¹αϊσμού της ΤουρκίαςÈ λόγω της Çε¹ικείμενηςÈ εντάξεώς της στην Ευρω¹αϊκή Ενωση.

Τα σημερινά δεδομένα δικαιολογούν την εκτίμηση ¹ως η ελληνικής ¹ροελεύσεως ¹αραίνεση ǹλήρης ¹ροσαρμογή σημαίνει ¹λήρης ένταξηÈ αφορά τη συμ¹εριφορά ημών των ιδίων. Υ¹ογραμμίζει τη διολίσθηση ¹ρος ¹λήρη ¹ροσαρμογή της δικής μας ¹λευράς στα δεδομένα των τουρκικών ¹ροκλήσεωνá και αυτό με τη σειρά του σημαίνει –ή μάλλον ε¹ισημαίνει– τη δική μας συνεισφορά στην ¹λήρη ένταξη των ¹ροκλήσεων στους σχεδιασμούς των γειτόνων μας για Çομότιμο συνεταιρισμόÈ στο Αιγαίο, κατÕ ε¹έκταση και α¹ομίμηση αυτού ¹ου ε¹ιδιώκεται στην Κύ¹ρο.

 

Κορυφαίο ¹αράδειγμα τέτοιας ¹ροσαρμογής α¹οτελεί το casus belli ¹ου χρονολογείται α¹ό το 1993.

Η Τουρκία εδήλωσε τότε –με τον ¹ιο ε¹ίσημο τρό¹ο–  ¹ως κάθε α¹ό¹ειρα της Ελλάδας να εφαρμόσει το Διεθνές Δίκαιο της Θαλάσσης –το ο¹οίο η Τουρκία δεν αναγνωρίζει– οδηγεί σε ¹όλεμο.

Η ελληνική ¹λευρά είχε ¹ολλα¹λές ευκαιρίες να ¹αρα¹έμψει το casus belli στους Διεθνείς Οργανισμούς και ιδιαίτερα στην ΕΕ α¹ό την ο¹οία έ¹ρε¹ε να ζητήσει να το¹οθετηθεί ε¹ίσημα. Τούτο όμως δεν εγένετο.

Αντίθετα, το 1999, η ελληνική ¹λευρά, με τη συγκατάθεσή της στην ενταξιακή υ¹οψηφιότητα της Τουρκίας, ενημέρωσε –εμμέσως μεν ¹λην σαφώς– για τη συμβατότητα της υ¹οψηφιότητας αυτής με την ύ¹αρξη του casus belli εναντίον μιας χώρας-μέλους. Και ελέχθη τότε ¹ως το αντιστάθμισμα, για την ÇκατανόησηÈ σε θέματα ό¹ως το casus belli, ήταν η υ¹ογραφή του Πρωτοκόλλου του Ελσίνκι. 

Το Πρωτόκολλο ¹ροέβλε¹ε ¹ως οι ελληνοτουρκικές διαφορές οι ο¹οίες δεν θα διευθετούντο, με δια¹ραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, μέσα σε ¹έντε χρόνια, θα ¹αρα¹έμ¹ονταν –με κοινή ¹ροσφυγή– στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. 

Τούτο όμως δεν εγένετο. Τον Ιούνιο του 2004 η ΕΕ ενημερώθηκε για ρηξικέλευθη αλλαγή στην όλη ¹ροσέγγιση. Η ελληνική ¹λευρά –ομιλούσα και εξ ονόματος της Τουρκίας– εδήλωσε ¹ίστη στην ε¹ίλυση όλων των διμερών διαφορών με διμερείς δια¹ραγματεύσεις και εζήτησε την κατάργηση του Πρωτοκόλλου, ό¹ως και εγένετο.

 

Μ¹ροστά σε αυτά τα δεδομένα η ¹ρόθεση της ελληνικής ¹λευράς να ενημερώσει την ΕΕ για τις τουρκικές ¹ροκλήσεις είναι ¹ολύ ενθαρρυντική ιδιαίτερα για τον βαθμό στον ο¹οίο υ¹οδηλώνει α¹ομάκρυνση α¹ό χρόνιες ψευδαισθήσεις.

Η συγκυρία είναι ευνοϊκή γιατί εκτός α¹ό την ε¹ικείμενη αξιολόγηση της τουρκικής υ¹οψηφιότητας υ¹άρχει και η ¹ρόθεση της σουηδικής ¹ροεδρίας να εισηγηθεί, μέσα στο ¹λαίσιο των ενταξιακών δια¹ραγματεύσεων της Τουρκίας, το άνοιγμα νέων κεφαλαίων ανάμεσα στα ο¹οία συμ¹εριλαμβάνεται και αυτό των Εξωτερικών Σχέσεων.

Σε αυτή τη βάση το casus belli –λόγω ουσίας αλλά και ¹ροϊστορίας–  καθιερώνεται ίσως ως η ενδεδειγμένη αφετηρία στην ελληνική ενημερωτική ¹ροσ¹άθεια για τις ¹ροκλήσεις.

ΠαρÕ όλο ¹ου είναι ¹αγκοίνως γνωστό ¹ως Çδεν χωρούν νταηλίκια στην ΕΕÈ, δεν θα ήταν μια ιδέα –αν μη τι άλλο διά του λόγου το ασφαλές– να τεθεί η άρση του casus belli ως όρος για την ελληνική συγκατάθεση στο άνοιγμα του κεφαλαίου των εξωτερικών σχέσεων;

 

 

Ε¹ιστολή ¹ου δημοσιεύτηκε στην ÇΚαθημερινήÈ στις 20.8.09

 

Η σουηδική ¹ροεδρία της Ευρω¹αϊκής Ενώσεως, στην ¹ροσ¹άθειά της να ¹ροωθήσει τις ενταξιακές δια¹ραγματεύσεις της Τουρκίας, εδήλωσε ¹ως θα εισηγηθεί το άνοιγμα μιας σειράς κεφαλαίων στα ο¹οία συμ¹εριλαμβάνεται και αυτό των εξωτερικών σχέσεων. 

Είναι λογικό να υ¹οθέσει κανείς ¹ως η σχετική δια¹ραγμάτευση θα ε¹ικεντρωθεί στο εάν οι εξωτερικές σχέσεις της γειτονικής μας χώρας αντα¹οκρίνονται στο ευρω¹αϊκό κεκτημένο και, αν όχι, στο τι μέλλει γενέσθαι.

 

Το ¹ρόβλημα ¹ου ανακύ¹τει εδώ είναι η ε¹ίσημη α¹ειλή ¹ολέμου α¹ό την Τουρκία εναντίον της Ελλάδος, η ο¹οία υφίσταται α¹ό το 1993 ¹αρά το ότι η Ελλάδα –¹ροφανώς για λόγους αβρότητας– δεν εζήτησε α¹ό την Ε.Ε. να συζητήσει και να το¹οθετηθεί ε¹ίσημα στο θέμα αυτό.

Η εξήγηση ¹ου διαφαίνεται για τη στωική εξοικείωση με το casus belli είναι ¹ως α¹οτελεί έμ¹ρακτη α¹όδειξη της ¹ίστεως της ελληνικής ¹λευράς στην ε¹ιτυχία των διμερών συνομιλιών και μÕ αυτή την έννοια ¹ρέ¹ει να διατηρηθεί σαν ¹αράδειγμα του βαθμού εξευρω¹αϊσμού στον ο¹οίο ¹ρέ¹ει να ¹ροσβλέ¹ει η γειτονική μας χώρα.

 

Υ¹άρχει όμως και η αντίθετη ά¹οψη, ¹ως η ανακίνηση του casus belli μας ε¹ιβάλλεται εκ των ¹ραγμάτων και έχει ιδιαίτερη σημασία στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία.

Σχετίζεται άμεσα με την ε¹ικείμενη αξιολόγηση της τουρκικής υ¹οψηφιότητας για ένταξη στην Ε.Ε. και την ¹ρόθεση της Ελλάδας να ενημερώσει τους Ευρω¹αίους εταίρους της για τις τουρκικές ¹ροκλήσεις τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Κύ¹ρο.

Και α¹οτελεί βέβαια ¹αράδειγμα κορυφίας ¹ροκλήσεως το ότι μια υ¹οψήφια για ένταξη χώρα, μη αναγνωρίζουσα το Διεθνές Δίκαιο της Θαλάσης, α¹ειλεί με τον ¹ιο ε¹ίσημο τρό¹ο, με ¹όλεμο μια χώρα-μέλος της Ε.Ε. στην ¹ερί¹τωση ¹ου η τελευταία εξασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά της.

 

Δεν υ¹άρχει αμφιβολία βέβαια ¹ως Çδεν ¹ερνάνε νταηλίκια στην Ε.Ε.È.

Δεν θα ήταν όμως μια ιδέα –αν μη τι άλλο διά του λόγου το ασφαλές– να τεθεί η άρση του casus belli σαν ¹ροϋ¹όθεση για την ελληνική συγκατάθεση στο άνοιγμα του κεφαλαίου των εξωτερικών σχέσεων;

 

 

Ε¹ιστολή ¹ου στάλθηκε στην ÇΕλευθεροτυ¹ίαÈ στις 15.8.09

 

Η ¹ροϊστορία σε σχέση με την ¹ρόθεση του Υ¹ουργείου Εξωτερικών να κατατο¹ίσει τους εταίρους της Ελλάδας στην Ευρω¹αϊκή Ενωση για τις τουρκικές ¹ροκλήσεις ¹αρα¹έμ¹ει, κατÕ αρχήν, στη δια¹ίστωση ¹ως η κατατό¹ιση αυτή έρχεται με ¹ολυετή καθυστέρηση. Αυτό όμως υ¹ογραμμίζει την αναγκαιότητά της αλλά και τη σημασία της, ιδιαίτερα για το βαθμό στον ο¹οίο υ¹οδηλώνει α¹αγκίστρωση α¹ό χρόνιες ψευδαισθήσεις ¹ερι ε¹ικειμένου –κατά την ελληνική αντίληψη– εξευρω¹αϊσμού της Τουρκίας, και άλλων τινων.

 

ΣÕ αυτή τη βάση ελ¹ίζεται ¹ως η υ¹οχώρηση των ψευδαισθήσεων θα ε¹ιτρέψει  την ανά¹τυξη της υ¹οψίας ότι οι ¹ροκλήσεις α¹οτελούν την αιχμή του δόρατος σε ένα γενικότερο –και ενηλικιωμένο– στρατηγικό σχέδιο ¹ου α¹οβλέ¹ει, σε ¹ρώτη φάση, σε Òισότιμο συνεταιρισμό Ò στο Αιγαίο κατÕ ε¹έκταση, και όχι α¹λά α¹ομίμηση, αυτού ¹ου ε¹ιδιώκεται στην Κύ¹ρο.

 

Κορυφαίο ¹αράδειγμα του ρόλου των ¹ροκλήσεων, στους τουρκικούς σχεδιασμούς, α¹οτελεί το Çcasus belliÈ ¹ου χρονολογείται α¹ό το 1993. Τότε, η γειτονική μας χώρα διεκήρυξε, με τον ¹ιο ε¹ίσημο τρό¹ο, ¹ως η εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου της Θαλάσσης –το ο¹οίο η ίδια δεν αναγνωρίζει– α¹οτελεί αιτία ¹ολέμου.

Η ελληνική ¹λευρά – κατά τεκμήριο– δεν εθεώρησε, τότε, ¹ως το θέμα αυτό έ¹ρε¹ε να α¹ασχολήσει τους Διεθνείς Οργανισμούς, ούτε θεώρησε ¹ως ήταν ανάγκη να ενημερωθεί –και το¹οθετηθεί ε¹ίσημα– η Ε.Ε. Και  η ενημέρωση –σε συνδυασμό με αίτημα για την άρση του Çcasus belliÈ– δεν έγινε ούτε το 1995, όταν η Ελλάδα συμφώνησε στην τελωνιακή ένωση της Τουρκίας με την Ε.Ε., και  δεν έγινε ε¹ίσης ούτε το 1999, όταν η Ελλάδα συμφώνησε στην ανακήρυξη της Τουρκίας σαν υ¹οψηφίας για ένταξη χώρας.

Αυτό σημαίνει ¹ως η ενημέρωση ¹ου έλαβε –εμμέσως μεν αλλά σαφώς– η  Ε.Ε. το 1999 είναι ¹ως η χώρα μας δεν βλέ¹ει ασυμβατότητα ανάμεσα στην υ¹οψηφιότητα για ένταξη και στο  casus belli εναντίον μιας χώρας ¹ου είναι ήδη μέλος.

 

Κατά συνέ¹εια η ¹ροϊστορία του casus belli υ¹ογραμμίζει τις δυσκολίες του ενημερωτικού εγχειρήματος και βέβαια την ανάγκη για ¹ροσεκτική ¹ροετοιμασία. Α¹Õ την άλλη μεριά η χρονική συγκυρία καθιερώνει ίσως το  casus belli σαν την ¹ιο ενδεδειγμένη αφετηρία στο εγχείρημα αυτό όχι μόνο για το είδος της ¹ροκλήσεως ¹ου υ¹οδηλώνει αλλά και για τις συνέ¹ειές του.

Εκτός α¹ό την ε¹ικείμενη αξιολόγηση της τουρκικής υ¹οψηφιότητας  α¹Õ την Ε Ε. υ¹άρχει και η ¹ρόθεση της σουηδικής ¹ροεδρίας να εισηγηθεί, στα ¹λαίσια των ενταξιακών δια¹ραγματεύσεων της Τουρκίας, το άνοιγμα νέων κεφαλαίων ανάμεσα στα ο¹οία συγκαταλέγεται και αυτό των  Εξωτερικών Σχέσεων.

Και ¹αρÕ όλο ¹ου είναι υ¹εράνω ¹άσης αμφιβολίας ǹως δεν χωρούν νταηλίκια στην ΕΕÈ δεν θα  ήταν μια ιδέα –αν μη τι άλλο δια του λόγου το ασφαλές –   να τεθεί η άρση του  casus belli σαν όρος για την ελληνική συγκατάθεση στο άνοιγμα του κεφαλαίου των Εξωτερικών Σχέσεων;